- δεκάποδος
- -η, -ο (Α δεκάπους, -ουν)αυτός που έχει μήκος δέκα ποδώννεοελλ.1. (για ζώα) αυτός που έχει δέκα πόδια2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεκάποδαα) καρκινοειδή μαλακόστρακα με πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών (γαρίδες, καβούρια κ.λπ.)β) μαλάκια κεφαλόποδα με δέκα ευκίνητα, μυζητικά πλοκάμια.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -πους < πους, ποδός].
Dictionary of Greek. 2013.